Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὴν δεκάτην

См. также в других словарях:

  • δεκάτην — δέκατος tenth fem acc sg (attic epic ionic) δεκάτη fem acc sg (attic epic ionic) δεκά̱την , δεκάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CUNABULA Graecorum — Postquam materfamilias partu viri familiam fundavit, ut loquitur Apuleius, Metam. l. 10. i. e. postquam masculum enixa est, quales δόμων κίονας, domuum columnas, vocant Lycophron et Pindarus, nec immerito, Στύλοι γὰρ οἴκων εἱσὶ παῖδες ἄρσενες.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέκατος — η, ο (AM δέκατος, η, ον) Ι. αυτός που έχει τον αριθμό δέκα στην αρίθμηση κατά σειρά II. το θηλ. ως ουσ. η δέκατη και η δεκάτη (AM δεκάτη) 1. η δέκατη μέρα τού μήνα 2. το ένα δέκατο ποσότητας προϊόντων ή άλλων αγαθών 3. προσφορά τού ενός δεκάτου… …   Dictionary of Greek

  • δεκατεύω — (AM δεκατεύω) [δεκάτη] 1. παίρνω ως φόρο το ένα δέκατο τής παραγωγής ή άλλων αγαθών 2. υποχρεώνω κάποιον να καταβάλει «τὴν δεκάτην» αρχ. 1. προσφέρω σε θεότητα το ένα δέκατο τών γεωργικών προϊόντων («δεκατεύων τὰ ἐκ τοῡ ἀγροῡ ὡραῑα θυσίαν ἐποίει… …   Dictionary of Greek

  • NOMEN — inrantibus impositum, perectâ Circumcisione Iudaeis, aliis post lustrationem: Omnibus enim gentibus Nomma sua erant seu vocabula, aliis signa, praeter Atlantes, de quibus Pomp. Mela l. 1. c. 8. Ex his, qui ultra deserta esse memoraxtur, Atlantes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SIPHNOS — quae et Merope, teste Stephan. seu Meropia et Acis, teste Pliniô, l. 4. c. 14. Sifano Sophiano, insula maris Aegaei, una Cycladum, inter Melon ad Austrum, et Dolon ad Arctos. Siphnum (inquit vir magnus Phoen. col. l. 1. c. 14.) cetera miseram… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επικέρδια — ἐπικέρδια, τὰ (Α) τα κέρδη που αποκτώνται από μια εργασία («οἱ δέ Σάμιοι τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέρδος + ια) …   Dictionary of Greek

  • αψίδα — Κάθε καμπύλο ή τοξοειδές κατασκεύασμα από πέτρες ή τούβλα. Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, α. λέγεται η κόγχη των ναών. Η λέξη α. είχε στην αρχαία ελληνική άλλη σημασία και χαρακτήριζε κυρίως το δίχτυ, αλλά και τον βρόχο και τη θηλιά. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • CONSUS — qui Neptunus quoque, Rex laticum et rerum conditarum, consiliorum Deus putabatur, qui ideo templum sub tecto in Circo habebat, ut ostenderetur tectum esse debere consilium. Hinc Consualia festa, quae fiebant in honorem Consi. Liv. l. 1. c. 9.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DOMINICA — I. DOMINICA seu Dies Dominicus, prima hebdomadis dies, Dies lucis et Dies panis Chrisost. de Resurr. Regina et princeps dierum, Iacobo; dierum Domina Sophron. Dies pacis. Theod. Studitae: Graecis Κυριακὴ, Α᾿ναςτάσιμος, βασιλὶς καὶ ὕπατος τῶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταστρέφω — (AM καταστρέφω) φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθορά νεοελλ. 1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ 2. διακορεύω παρθένο 3. μέσ. καταστρέφομαι χάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώ αρχ. 1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»